- βουληεις
- βουλήεις-ήεσσα -ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный
(ἀνήρ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνήρ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βουλήεις — βουλήεις, εσσα, εν (Α) [βουλή] αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός … Dictionary of Greek
βουλήεις — of good counsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek